Εξετάσεις αίματος: Απλουστευμένη ερμηνεία για το μέσο δρομέα και όχι μόνο…
Ιωάννης Μπίρης 12:09 17-04-2021
Σίγουρα όλοι μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με εκείνα τα ‘κατεβατά’ με αριθμούς και περίεργα ονόματα στις εξετάσεις αίματος που έχουμε κατά καιρούς κάνει. Και σίγουρα οι περισσότεροι δεν μπορούν να ξέρουν τι σημαίνουν όλα αυτά τα νούμερα που ευτυχώς, συνήθως βρίσκονται στα φυσιολογικά όρια. Εδώ θα προσεγγίσουμε τις εξετάσεις αίματος με μια απλή αλλά και αναλυτική ματιά έτσι ώστε, κατά το δυνατόν, ο μέσος δρομέας να μπορεί να αντιληφθεί τι ‘λένε’ αυτοί οι αριθμοί που αφορούν τον οργανισμό του.
Ξεκινώντας αυτή την ανάλυση και αφού ζητήσω την κατανόηση των ειδικών για τις όποιες απλουστεύσεις μου, θα πρέπει να αναφέρω ότι υπάρχουν τρεις κύριες κατηγορίες εξετάσεων αίματος:
Α. οι αιματολογικές, Β. οι βιοχημικές και Γ. οι ανοσολογικές
Οι εξετάσεις αίματος που γίνονται σε ένα check-up συνήθως είναι αιματολογικές και βιοχημικές.
Α. Οι αιματολογικές εξετάσεις:
αφορούν το αίμα και τα έμμορφα στοιχεία του, δηλαδή τα ερυθρά και τα λευκά αιμοσφαίρια αλλά και τα αιμοπετάλια.
Η γενική αίματος ή αιμοδιάγραμμα είναι η κύρια αιματολογική εξέταση. Το αίμα είναι το υγρό που κυκλοφορεί στο καρδιαγγειακό σύστημα και αποτελείται από διάφορους τύπους κυττάρων που αιωρούνται σε ένα σύνθετο, βιολογικό, ωχροκίτρινο υγρό που ονομάζεται πλάσμα. Το αίμα αποτελεί το 7% του βάρους μας και επιτελεί πολλές και ζωτικές λειτουργίες ενώ συμβάλει καιστη θερμορύθμιση του οργανισμού μέσω του συστήματος παραγωγής ιδρώτα.
Ουσιαστικά το αίμα είναι ένα πολύτιμο σύστημα μεταφοράς αφού με τα κύτταρά του, και συγκεκριμένα τα ερυθρά αιμοσφαίρια που λειτουργούν σαν ‘καροτσάκια’, μεταφέρει οξυγόνο, θρεπτικές ουσίες, βιταμίνες, ορμόνες κ.α. στους ιστούς και απομακρύνει το διοξείδιο του άνθρακος από τους πνεύμονες αλλά και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού από τους νεφρούς. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι απύρηνα κύτταρα με σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, που τους δίνει ιδιαίτερη ευελιξία κινήσεων και είναι υπεύθυνα για τη μεταφορά του οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακος. Αυτή τους η ικανότητα στηρίζεται στην αιμοσφαιρίνη που περιέχουν. Η αιμοσφαιρίνη (Hb) αποτελείται από τέσσερις πρωτεϊνικές αλυσίδες που η καθεμιά τους είναι συνδεδεμένη με μια οργανική χρωστική, την αίμη που είναι υπεύθυνη για το χρώμα του αίματος.
Ακόμα το αίμα συμβάλει στην άμυνα κυρίως με τα λευκά αιμοσφαίρια. Τα λευκά είναι τα κύτταρα-στρατιώτες, που μαζί με τα αμυντικά όπλα τους στην περιφέρεια, τα αντισώματα και τα ένζυμα, είναι υπεύθυνα για την άμυνα του οργανισμού εναντίον εισβολέων-μικροοργανισμών όπως μικροβίων, ιών, μυκήτων αλλά και εναντίον ξένων αντιγόνων (αλλεργιογόνα) ή και μεταλλαγμένων παθολογικών κυττάρων του οργανισμού (καρκινικά κύτταρα) καθώς και ξένων κυττάρων (μεταγγισμένα ή μεταμοσχευμένα κύτταρα και ιστοί).
Τα αιμοπετάλια είναι πολύ μικροί, απύρηνοι δίσκοι που παράγονται στο μυελό των οστών. Στην επιφάνεια και το πρωτόπλασμά τους περιέχουν παράγοντες που βοηθούν στην αιμόσταση και την πήξη του αίματος.
Οι δείκτες της γενικής αίματος που έχουν ιδιαίτερη αξία είναι:
Αιματοκρίτης (Hct): Είναι η εκατοστιαία αναλογία του όγκου των έμμορφων στοιχείων του αίματος προς το πλάσμα, δηλαδή ο αιματοκρίτης μετράει το ποσοστό των ερυθρών αιμοσφαιρίων ανά μονάδα όγκου αίματος. Οι φυσιολογικές τιμές του Hct είναι από 38% μέχρι 48% για τους άνδρες και από 36% μέχρι 46% για τις γυναίκες. Αιματοκρίτης υψηλότερος από το φυσιολογικό δείχνει πολυκυτταραιμία ενώχαμηλότερος αναιμία.
Αιμοσφαιρίνη (Hb): Τα φυσιολογικά της επίπεδα είναι 14-18 mg/dl για τους άνδρες και από 12 -16 mg/dl για τις γυναίκες. Αν είναι κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα υπάρχει αναιμία.
Ερυθρά αιμοσφαίρια (RBC): οι φυσιολογικές τιμές είναι από 4,4 έως 5,6 εκατομμύρια/μL για τους άνδρες και από 4-4,8 εκατομμύρια/μL για τις γυναίκες. Αλλαγές παρατηρούνται σε έλλειψη της βιταμίνης Β12 και του φυλικού οξέως, σε έλλειψη σιδήρου αλλά και σε πολλές άλλες καταστάσεις. Όταν σε ένα άτομο τα ερυθρά αιμοσφαίρια έχουν το φυσιολογικό μέγεθος και σχήμα αλλά είναι λιγότερα σε αριθμό, τότε μιλάμε για αναιμία και το άτομο μπορεί να παρουσιάζει καταβολή και αδυναμία. Πιο σπάνια συμβαίνει η αντίθετη περίπτωση, δηλαδή να κυκλοφορούν στο αίμα πολύ περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια (υπερερυθραιμία ή ερυθροκυττάρωση).
Λευκά αιμοσφαίρια (WBC): οι φυσιολογικές τιμές κυμαίνονται από 5.000 – 10.000/μL τόσο για τους άνδρες, όσο και για τις γυναίκες.
Ο αριθμός των λευκών συνήθως είναι αυξημένος από διάφορους παράγοντες όπως λοιμώξεις, φλεγμονές ή ασθένειες του αίματος (λευχαιμίες). Ακόμα αύξηση των λευκών παρουσιάζεται σε φλεγμονώδεις νεκρώσεις (έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειίτιδες) καθώς και σε μεταβολικές διαταραχές (δηλητηριάσεις, ουρική αρθρίτιδα, οξέωση, ουραιμία), ή κατά τη διάρκεια θεραπείας με κορτιζόνη, μετά από οξείες αιμορραγίες αλλά και σε κακοήθεις νεοπλασίες. Μικρές αυξήσεις των λευκών παρατηρούνται και μετά από εγκαύματα ή τραυματισμούς.
Βέβαια σε ιογενείς λοιμώξεις, αιματολογικές παθήσεις αλλά και σαν παρενέργεια φαρμάκων μπορεί τα λευκά να πέφτουν.
Ιδιαίτερη αξία για το γιατρό έχει ο τύπος των λευκών αιμοσφαιρίων, δηλαδή η εκατοστιαία αναλογία στο αίμα των διαφόρων ειδών λευκών αιμοσφαιρίων. Διακρίνονται πέντε κατηγορίες λευκών αιμοσφαιρίων: τα ουδετερόφιλα, τα λεμφοκύτταρα, τα βασεόφιλα, τα ηωσινόφιλα και τα μονοκύτταρα. Στο αίμα υπάρχουν και οι πέντε τύποι των λευκών αιμοσφαιρίων, σε σχετικά σταθερές αναλογίες που μεταβάλλονται περιστασιακά ανάλογα με το τί συμβαίνει στον οργανισμό. Έτσι μια λοίμωξη μπορεί να αυξήσει ιδιαίτερα την παραγωγή ουδετερόφιλων ώστε να καταπολεμηθεί κάποιος μικροβιακός εισβολέας ενώ στις αλλεργίες παράγεται μεγάλος αριθμός ηωσινόφιλων που απελευθερώνουν αντι-ισταμίνες για να ελαχιστοποιήσουν την αλλεργική αντίδραση. Τα λεμφοκύτταρα αυξάνονται για να παράγουν αντισώματα. Σε αιματολογικές παθήσεις, όπως στη λευχαιμία, ανώμαλες και άωρες μορφές λευκών αιμοσφαιρίων (βλαστοκύτταρα) πολλαπλασιάζονται ταχύτατα αυξάνοντας τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων σε μικρό χρονικό διάστημα.
Αιμοπετάλια (PLT): οι φυσιολογικές τιμές των αιμοπεταλίων είναι από 150.000 μέχρι 400000/μL. Εξεταζόμενος που δεν έχει αρκετά αιμοπετάλια, έχει αυξημένο κίνδυνο για σοβαρή αιμορραγία. Πρώιμο σύμπτωμα θα είναι το εύκολο μελάνιασμα. Στη γενική αίματος μετράμε τον αριθμό και το μέγεθος των αιμοπεταλίων. Σε κάποιες καταστάσεις ορισμένοι παρουσιάζουν γιγάντια αιμοπετάλια ή σωρούς αιμοπεταλίων με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η αξιόπιστη καταμέτρησή τους από το μηχάνημα. Στη περίπτωση αυτή χρησιμεύει η εξέταση με το επίχρισμα περιφερικού αίματος στο μικροσκόπιο. Όταν ο αριθμός των αιμοπεταλίων είναι μεγαλύτερος από το φυσιολογικό πρέπει να σκεφθούμε κυρίως ασθένειες του μυελού των οστών αλλά και οξείες και χρόνιες φλεγμονές, αιμορραγίες καθώς και νεοπλασίες. Αυξημένα αιμοπετάλια επίσης εμφανίζονται στη σιδηροπενική αναιμία αλλά και μετά από σπληνεκτομή. Ελαττωμένα αιμοπετάλια εμφανίζονται σε μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, λευχαιμίες, αυτοάνοσα νοσήματα, ιογενείς λοιμώξεις αλλά και μετά από χορήγηση φαρμάκων ή υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Β. Οι βιοχημικές εξετάσεις:
αφορούν τον προσδιορισμό χημικών ουσιών, συνήθως παραγώγων του μεταβολισμού ή ορμονών, που υπάρχουν και κυκλοφορούν στο πλάσμα και που είναι απαραίτητες ή δείχνουν την επάρκεια για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού. Όλες οι εξετάσεις που γίνονται για τον προσδιορισμό μιας ουσίας στο αίμα λέγονται βιοχημικές, επειδή αφορούν την ανίχνευση οργανικών και ανόργανων ουσιών και χρησιμοποιούν βιοχημικές μεθόδους στον προσδιορισμό τους.
Οι συνήθεις βιοχημικές εξετάσεις, χρήσιμες στην καθημερινή ιατρική πράξη, που εδώ θα επιχειρήσουμε την ερμηνεία τους είναι: η γλυκόζη ή σάκχαρο(Glu), η ουρία, η κρεατινίνη, το ουρικό οξύ, τα λιπίδια (η χοληστερίνη και τα κλάσματά της (LDL, HDL), τα τριγλυκερίδια, τα φωσφολιπίδια, οι τρανσαμινάσες (SGOT & SGPT), η γ-GT και οι φωσφατάσες.
Η γλυκόζη (σάκχαρο) είναι η κυριότερη πηγή ενέργειας για τον οργανισμό και μάλιστα αποκλειστική για τον εγκέφαλο. Χημικά είναι μια εξόζη δηλαδή ένας υδατάνθρακας με πολυμερή το άμυλο και το γλυκογόνο. Οι φυσιολογικές τιμές της γλυκόζης στον ορό ενός ατόμου που βρίσκεται σε νηστεία είναι: 60 – 110 mg/dL.
Όταν η τιμή της γλυκόζης είναι αυξημένη και μάλιστα πάνω από 200 mg/dL σε νηστεία, τότε σίγουρα έχουμε να κάνουμε με σακχαρώδη διαβήτη. Όμως μέτρια αύξηση της γλυκόζης (κάτω από 200 mg/dL) εμφανίζεται και σε υπερλειτουργία του θυρεοειδή, της υπόφυσης ή των επινεφριδίων, σε νόσους του παγκρέατος, σε ενδοκρανιακές παθήσεις αλλά και στα τελικά στάδια πολλών κακοήθων νόσων. Χαμηλή τιμή γλυκόζης (κάτω από 40 ή 50 mg/dL) χαρακτηρίζεται ως υπογλυκαιμία. Τα πρώτα συμπτώματά της μπορεί να είναι: ταχυκαρδία, εφίδρωση, πείνα, μούδιασμα γύρω από το στόμα, πονοκέφαλος, καταβολή, αδυναμία συγκέντρωσης και ζάλη, πόνος στην κοιλιά κ.α. Φυσικά υπογλυκαιμία μπορεί να εμφανισθεί μετά εξάντληση των αποθεμάτων του γλυκογόνου από έντονη μυϊκή άσκηση, παρατεταμένη νηστεία ή και ηπατική νόσο. Γενικά όμως συχνότερη αιτία υπογλυκαιμίας είναι η υπέρβαση της θεραπείας που παίρνει ο διαβητικός ενώ μπορεί ακόμη να οφείλεται σε υπολειτουργία των ενδοκρινών αδένων δηλαδή του θυρεοειδή, της υπόφυσης ή των επινεφριδίων. Σοβαρή υπογλυκαιμία παρατηρείται στο ινσουλίνωμα (όγκος του παγκρέατος). Για να αποφευχθεί η πιθανότητα της υπογλυκαιμίας, κυρίως στους δρομείς μεγάλων αποστάσεων, κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς τους θα πρέπει να χορηγούνται υδατάνθρακες, ώστε να καλύπτουν το ενεργειακό έλλειμμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξάντληση των αποθεμάτων γλυκογόνου και σε υπογλυκαιμία.
Η ουρία παράγεται στο συκώτι και είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πρωτεϊνών. Τα επίπεδά της επηρεάζονται από το ποσό των πρωτεϊνών της διατροφής. Οι φυσιολογικές τιμές της ουρίας στον ορό του αίματος είναι 14 – 50 mg/dL.
Η ουρία είναι αυξημένη σε όλες τις νεφρικές παθήσεις. Αύξησή της μπορεί να παρατηρηθεί και από άλλα, προνεφρικά αίτια, όπως αφυδάτωση, αιμορραγία του πεπτικού, αύξηση του καταβολισμού των πρωτεϊνών (π.χ. μεγάλος πυρετός, έντονη μυϊκή άσκηση). Τα μετανεφρικά αίτια της αύξησης της ουρίας είναι ‘υδραυλικά’ και αφορούν τις καταστάσεις που προκαλείται επίσχεση ούρων από υπερτροφία του προστάτη, λίθους στους ουρητήρες, μορφώματα στην κύστη ακόμα και από στένωση της ουρήθρας.
Χαμηλές τιμές ουρίας παρατηρούνται σε ελαττωμένη πρόσληψη πρωτεϊνών, σε ασθενείς μετά από αιμοκάθαρση καθώς και όταν επηρεάζεται η σύνθεση της ουρίας κυρίως σε ηπατικά νοσήματα.
Η κρεατινίνη παράγεται από την κρεατίνη και δεν επηρεάζεται από τις πρωτεΐνες της διατροφής, γι' αυτό θεωρείται πιο αξιόπιστη από την ουρία στην εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας. Οι φυσιολογικές τιμές της κρεατινίνης είναι για μεν τους άνδρες: 0,7 - 1,4mg/dL για δε τις γυναίκες: 0,6 - 1,1 mg/dL. Η αυξημένη κρεατινίνη είναι παθογνωμονική νεφρικών νόσων και κυρίως της χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Η αξιολόγηση μιας τόσο σοβαρής νόσου βέβαια γίνεται ταυτόχρονα και με άλλες εξετάσεις, όπως για παράδειγμα η μέτρηση του ρυθμού της σπειραματικής διήθησης (GFR). Ο GFR είναι ουσιαστικά ο ρυθμός "κάθαρσης" της κρεατινίνης από τα νεφρά και έχει φυσιολογικές τιμές: 95 – 140 mL/min για τους άνδρες και 85 – 125 mL/min για τις γυναίκες.
Αυξημένη κρεατινίνη μπορεί ακόμα να βρούμε και στον υποθυρεοειδισμό, αλλά και σε σοβαρά νοσήματα των μυών όπως στη μυϊκή δυστροφία.
Ιδιαίτερη αξία έχει η εξής παρατήρηση: Μέτρια ή οριακά αυξημένες τιμές για την ουρία και την κρεατινίνη μπορεί να παρατηρηθούν στους αθλούμενους αλλά και σε άτομα που πίνουν πολλούς καφέδες, μπύρες τσάι και άλλα ποτά που προκαλούν διούρηση. Αυτό οφείλεται στην ‘αιμοσυμπύκνωση’ λόγω της αυξημένης αποβολής υγρών και της σχετικής αφυδάτωσης που προκαλείται και βέβαια δεν δείχνει νεφρική βλάβη.
Το ουρικό οξύ είναι το τελικό προϊόν της αποδόμησης των πουρινών. Οι πουρίνες είναι αζωτούχες βάσεις του DNA. Οι φυσιολογικές τιμές για τους άνδρες είναι: 2,5 – 8 mg/dL και για τις γυναίκες: 1,5 – 6 mg/dL. Η αύξηση του ουρικού οξέος συνήθως οδηγεί σε ουρική αρθρίτιδα αλλά και νεφρικές βλάβες.
Η μέτρηση του ουρικού αφορά τόσο τις πουρίνες που παράγονται ενδογενώς όσο και αυτών που προσλαμβάνονται με τις τροφές. Έτσι αύξηση του ουρικού λόγω της αυξημένης παραγωγής ενδογενών πουρινών μπορεί να έχουμε σε καταστάσεις μεγάλης καταστροφής κυττάρων, όπως σε λευχαιμία, πολυκυτταραιμία, μεγαλοβλαστική αναιμία (από έλλειψη βιταμίνης Β12 ή φυλικού οξέος) αλλά και σε έντονη και παρατεταμένη μυϊκή άσκηση. Αύξηση του ουρικού όμως μπορεί να έχουμε και λόγω της διατροφής αφού έτσι έχουμε τις εξωγενείς πουρίνες να επηρεάζουν τα επίπεδά του αλλά και από πολλά φάρμακα που αυξάνουν την κατακράτησή του. Σε αυτή την παρατήρηση για τις εξωγενείς πουρίνες στηρίζεται και η ιατρική οδηγία για την αποφυγή των ‘μικρών κρεάτων’ στη διατροφή αυτών που έχουν αυξημένο ουρικό οξύ.
Και για το ουρικό οξύ ισχύει η παρατήρηση ότι στους αθλούμενους, λόγω της αυξημένης καταστροφής μυϊκού ιστού, η οριακά αυξημένες τιμές του είναι γενικά αναμενόμενες αλλά και αποδεκτές.
Στα λιπίδια του αίματος περιλαμβάνονται κυρίως η χοληστερόλη (χοληστερίνη) και τα κλάσματά της (LDL, HDL), τα τριγλυκερίδια και τα φωσφολιπίδια. Αποτελούν τα λιπίδια του οργανισμού και χωρίς αυτά είναι αδύνατη η ύπαρξη της ζωής αφού συμμετέχουν στο σχηματισμό ορμονών, στην κατασκευή των κυτταρικών μεμβρανών και είναι πολύτιμες αποθήκες ενέργειας. Όμως η περίσσειά τους, που είναι κυρίως αποτέλεσμα της καθιστικής ζωής και της κακής ‘πληθωρικής’ διατροφής, δημιουργούν σοβαρά προβλήματα που συσσωρεύονται και τελικά σκοτώνουν. Οι αθηρωματικές πλάκες που συσσωρεύονται αρχικά αθόρυβα στα αγγεία, οδηγούν σε εγκεφαλικά, εμφράγματα, υπέρταση και καταστρέφουν την ποιότητα και ελαττώνουν τη διάρκεια της ζωής. Οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η πρώτη αιτία θανάτου στις αναπτυγμένες χώρες ενώ το 50% των θανάτων από καρδιακές νόσους οφείλονται σε αγγειακά προβλήματα που οφείλονται στην αθηρωμάτωση και προκαλούν στενώσεις και ισχαιμία. Αυξημένη χοληστερόλη μπορεί να παρατηρηθεί και δευτεροπαθώς στον υποθυρεοειδισμό, στο διαβήτη και στη νεφρική ανεπάρκεια.
Η χοληστερόλη του οργανισμού παράγεται κατά 80% στο συκώτι ενώ το υπόλοιπο 20% προέρχεται από τη διατροφή. Από τα τρόφιμα μεγάλη περιεκτικότητα σε χοληστερόλη έχουν τα ζωικά και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Αντίθετα τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης (φρούτα, λαχανικά, όσπρια, δημητριακά, ξηροί καρποί…) δεν περιέχουν σημαντικές ποσότητες χοληστερόλης. Στο αίμα η χοληστερόλη δεν κυκλοφορεί ελεύθερη. Είναι συνδεδεμένη και την μεταφέρουν ειδικές λιποπρωτεΐνες. Από τις διάφορες λιποπρωτεΐνες εδώ μας ενδιαφέρουν δύο, η HDL που μεταφέρει την ‘καλή’ και η LDL που μεταφέρει την ‘κακή’ χοληστερόλη. Η HDL μεταφέρει τη χοληστερόλη από τους ιστούς στο συκώτι με συνέπεια να μειώνεται η εναπόθεσή της στα τοιχώματα των αγγείων και έτσι να μειώνεται ο κίνδυνος της αθηρωμάτωσης και των συνεπειών της. Αντίθετα η LDL μεταφέρει τη χοληστερόλη από το συκώτι προς τους περιφερικούς ιστούς αυξάνοντας τους κινδύνους της αθηρωμάτωσης. Έτσι η πορεία της χοληστερόλης προς το συκώτι ή προς τους ιστούς χαρακτηρίζει και την ‘καλή’ ή την ‘κακή’ λιποπρωτεΐνη που όμως απλά μεταφέρει τη χοληστερόλη. Οι φυσιολογικές τιμές για την ολική χοληστερόλη είναι 150-240 mg/dL ενώ για την HDL το επιθυμητό επίπεδο είναι πάνω από 60 mg/dL και για την LDL οι επιθυμητές τιμές είναι κάτω από 100 mg/dL. Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η άποψη ότι, για τις ομάδες υψηλού κινδύνου, τα επίπεδα της χοληστερόλης πρέπει να είναι κάτω από 200 mg/dL, της HDL πάνω από 40 mg/dL και της LDL κάτω από 70 mg/dL.
Η διατήρηση αυτών των επιπέδων, που εξασφαλίζει μεγαλύτερη διάρκεια και καλύτερη ποιότητα ζωής, είναι δυνατή με μια διατροφή φτωχή σε ζωικά λίπη και με σωματική άσκηση. Η άσκηση συμβάλλει αποτελεσματικά στην απορρόφηση, τη μεταφορά και την απομάκρυνση της χοληστερόλης από τον οργανισμό. Η καθημερινή αερόβια άσκηση, σε συνδυασμό με τη μεσογειακή διατροφή, αυξάνει κατά 18% την HDL και μειώνει ως 20% την LDL! Οι αθλούμενοι εμφανίζουν 30% λιγότερες πιθανότητες για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου και 50% λιγότερες πιθανότητες για την εμφάνιση υπέρτασης! Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στα φάρμακα που ‘ρίχνουν’ την HDL και μεταξύ άλλων είναι: οι β-blockers, τα διουρητικά, τα οιστρογόνα, η κορτιζόνη κ.α. καθώς και στο αλκοόλ που ανεβάζει σημαντικά την ολική χοληστερόλη.
Τα τριγλυκερίδια παράγονται στο συκώτι κυρίως από υδατάνθρακες και λιγότερο από πρωτεΐνες και χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό για τη μεταφορά και την αποθήκευση του λίπους. Τα τριγλυκερίδια χρησιμεύουν και στην παραγωγή ενέργειας αφού διασπώνται επίσης στο συκώτι. Είναι οργανικές ενώσεις που το μόριό τους αποτελείται από ένα μόριο γλυκερόλης και τρία μόρια ανώτερων λιπαρών οξέων. Τα λιπαρά οξέα που συμμετέχουν στη σύνθεσή τους είναι περίπου 50 και κάθε φορά σε κάθε μόριο χρησιμοποιούνται τρία (ίδια ή και διαφορετικά). Όπως η χοληστερόλη έτσι και τα υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων στο αίμα προδιαθέτουν στην ανάπτυξη εγκεφαλικών αγγειακών επεισοδίων.
Τα φυσιολογικά επίπεδα των τριγλυκεριδίων στο αίμα είναι κάτω από 150 mg/dL αλλά όταν ξεπερνούν τα 200 mg/dL τότε είναι σαφώς παθολογικά.
Η αποφυγή του αλκοόλ, της ζάχαρης και των κορεσμένων λιπών καθώς και η κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, προϊόντων ολικής άλεσης, τροφίμων πλούσιων σε μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λίπη (ελαιόλαδο, ψάρια) καθώς και Ω-3 λιπαρών οξέων βελτιώνουν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων. Το μεγαλύτερο όπλο όμως και σε αυτή τη μάχη για τη θωράκιση του οργανισμού είναι η σχεδόν καθημερινή, σωματική άσκηση.
Τα φωσφολιπίδια είναι κι αυτά οργανικές ενώσεις που το μόριό τους αποτελείται από ένα μόριο γλυκερόλης και δύο μόρια λιπαρών οξέων (ένα μόριο φωσφορικού οξέος και ένα μικρότερο πολικό μόριο). Τα φωσφολιπίδια αποτελούν το κύριο δομικό υλικό της κυτταρικής μεμβράνης και η χημική συμπεριφορά τους είναι καθοριστική για τη ζωή και την ανάπτυξη των κυττάρων. Αδρά μπορούμε να πούμε ότι τα φωσφολιπίδια είναι τα λίπη του εγκεφάλου και σκοπός τους είναι η δημιουργία της μυελίνης, δηλαδή του μονωτικού υλικού των νεύρων. Από τα φωσφολιπίδια ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λεκιθίνη που έχει σημαντικό ρόλο στο μηχανισμό της αποβολής της χοληστερίνης και είναι η κύρια πηγή χολίνης μιας ουσίας που παίρνει μέρος στη σύνθεση των νευροδιαβιβαστών. Υπάρχουν δυο είδη νευροδιαβιβαστών, η φωσφατιδιλική χολίνη και η φωσφατιδιλική σερίνη. Αυτές οι ουσίες βελτιώνουν τη διάθεση και ενισχύουν τη νοητική λειτουργία αλλά κυρίως προστατεύουν τη μνήμη.
Τα φυσιολογικά επίπεδα των φωσφολιπιδίων στο αίμα είναι από 150 μέχρι 250 mg/dL.
Οι τρανσαμινάσες (SGOT & SGPT) είναι ενδοκυττάρια ηπατικά ένζυμα μεταφοράς αμινοομάδων. Βρίσκονται φυσιολογικά στην καρδιά, στο συκώτι, στους νεφρούς αλλά και στους μύες. Οι τιμές τους αποτελούν κύριους δείκτες της ηπατικής λειτουργίας αλλά στη σύγχρονη κοινωνία οι αυξημένες τιμές τους αποτελούν συχνό εύρημα. Η λιπώδης διήθηση του ήπατος που οφείλεται στον σύγχρονο τρόπο ζωής, τη σχεδόν καθημερινή χρήση έστω και μικρών ποσοτήτων αλκοόλ, και τη χρόνια λήψη φαρμάκων (αντιφλεγμονώδη, καρδιολογικά, αντιλιπιδαιμικά…), οι χρόνιες ηπατίτιδες, η χολολιθίαση, η λοιμώδης μονοπυρήνωση, οι όγκοι του ήπατος είναι τα αίτια για τη μέτρια αύξηση των τρανσαμινασών στο αίμα. Όταν ο λόγος SGOT/SGPT είναι μεγαλύτερος από 2 μπορούμε σχεδόν με βεβαιότητα να μιλήσουμε για χρόνιο αλκοολισμό.
Οι φυσιολογικές τιμές των τρανσαμινασών είναι: SGOT: 5-40 U/mL και SGPT: 5-35 U/mL Στους αθλούμενους είναι αποδεκτές και τιμές ελαφρά αυξημένες (κυρίως της SGOT) λόγω της αυξημένης καταστροφής μυϊκών κυττάρων.
Η γ-γλουταμυλοτρανφεράση (γ-GT) είναι ένζυμο που βρίσκεται στη μεμβράνη των κυττάρων και υπάρχει κυρίως στο συκώτι, στους νεφρούς, στο πάγκρεας αλλά και στο έντερο και την καρδιά. Είναι ευαίσθητος, αλλά μη ειδικός δείκτης μιας ηπατικής νόσου. Ο αλκοολισμός, οι ηπατικοί όγκοι αλλά και η απόφραξη των χοληφόρων ανεβάζουν πολύ τις τιμές της γ-GT.
Φυσιολογικές τιμές: για τους άνδρες: 10-60 IU/L ενώ για τις γυναίκες: 8-35 IU/L. Αυξημένες τιμές του ενζύμου απαιτούν και άλλες εξετάσεις για τη διαφορική διάγνωση.
Οι φωσφατάσες είναι ένζυμα που χρειάζονται στο μεταβολισμό των φωσφορικών εστέρων κυρίως στο συκώτι και στα οστά, η αλκαλική φωσφατάση και στον προστάτη, η όξινη φωσφατάση. Αυξημένες τιμές της αλκαλικής φωσφατάσης στη διαφορική διάγνωση του ικτέρου συνήθως δείχνουν απόφραξη στα χοληφόρα. Αυξημένες τιμές αλκαλικής φωσφατάσης συνήθως καταγράφονται και σε παθήσεις των οστών ή όταν υπάρχει έλλειψη της βιταμίνης D. Η αύξηση της όξινης φωσφατάσης δείχνει κυρίως παθήσεις στον προστάτη.
Φυσιολογικές τιμές:
Αλκαλική φωσφατάση: 4-13 U K-A ή 2-4,5 U Bodansky &
Όξινη φωσφατάση: 4-13 U K-A ή 2-4,5 U Bodansky
Ελπίζοντας ότι αυτή η προσέγγιση των βασικών αιματολογικών και βιοχημικών εξετάσεων θα είναι εύκολη στη χρήση απ’ όλους μας, θα συνεχίσω σε ένα νέο άρθρο με πιο ειδικά θέματα για τους δρομείς, όπως για παράδειγμα οι ηλεκτρολύτες, η σιδηροπενική αναιμία κ.α.